πάγκος

πάγκος
και μπάγκος, ο (Μ μπάγκος και μπάκος)
1. έδρανο, θρανίο που συνήθως βρίσκεται στο πεζοδρόμιο ή σε δημόσιο κήπο
2. τραπέζι μαραγκού ή τσαγκάρη
3. μακρύ τραπέζι ή επίμηκες έπιπλο, σε καφενείο ή άλλο κατάστημα, όμοιο με τραπέζι και εφοδιασμένο με συρτάρια, που χρησιμεύει ως ταμείο και για το σερβίρισμα ποτών
4. (σε χαρτοπαικτικό παχνίδι) το χρηματικό ποσό που κατατίθεται από τον μπαγκαδόρο
5. ναυτ. εγκάρσια δοκός στην οποία κάθονται οι κωπηλάτες
6. ωκεαν. προεξοχή τού θαλάσσιου βυθού προς τα επάνω, με σχετικά μεγάλη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banco].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • (μ)πάγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. κάθισμα σε δημόσιους χώρους (πλατείες, πάρκα κτλ.), παγκάκι. 2. μακρύ έπιπλο με συρτάρια σε καφενεία κτλ., όπου μπορεί να πιει κανείς κάτι όρθιος: Ήπια βιαστικά έναν καφέ στον (μ)πάγκο. 3. μεγάλο τραπέζι όπου δουλεύουν οι τεχνίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • εδώλιο — το 1. έδρα, θρανίο, έδρανο, πάγκος (γενικά, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα): Τα εδώλια της Βουλής. 2. (ναυτ.), τα καθίσματα των κωπηλατών, σέλμα, πάγκος, τουράκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …   Dictionary of Greek

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • θρανίο — το (ΑΜ θρανίον) [θρόνος] το κάθισμα τών κωπηλατών τής λέμβου, ο πάγκος νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο και με ερεισίνωτο, συνήθως, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα 2. το ειδικό κάθισμα τών μαθητών ή τών σπουδαστών («σχολικό θρανίο») 3. ειδικό… …   Dictionary of Greek

  • καθίστρα — η (Α καθίστρα) [καθίζω] νεοελλ. στενόμακρος πάγκος στον οποίο μπορούν να καθήσουν πολλά άτομα αρχ. καθέδρα, έδρα, εδώλιο …   Dictionary of Greek

  • μπάγκος — ο (Μ μπάγκος και μπάκος) βλ. πάγκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”